- παρεξαγωγῇ
- παρεξαγωγήmarch pastfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρεξαγωγή — march past fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεξαγωγή — ἡ, Α [παρεξάγω] 1. (για αθλητές ή για εχθρό) το να εξέρχεται κανείς και να βαδίζει εναντίον κάποιου («παροδεύων ἅμα τοῑς ἄλλοις παισὶν ἐν παρεξαγωγήῇ ὑπὸ τοῡ θεοῡ ἐκκεκρίσθαι [τὸν Ἀσκληπιόν]», Αρτεμίδ. Δαλδ.) 2. η εξαγωγή, το βγάλσιμο έξω («τῇ… … Dictionary of Greek
παρεξαγωγαῖς — παρεξαγωγή march past fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)